Οι γείτονες της Γερμανίας δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από την νέα της ισχύ. Το Βερολίνο δεν θέλει να κυριαρχήσει στην Ευρώπη, αλλά να ασκήσει ηγετικό ρόλο εντός του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ –κάτι που θα είναι απαραίτητο σε έναν μετά το Brexit κόσμο.

Μετά από δεκαετίες απροθυμίας, η Γερμανία έρχεται να πάρει την θέση της ως ηγέτης στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Αυτό προβληματίζει κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες φοβούνται την γερμανική ηγεμονία και μπορεί να δράσουν εναντίον της. Αλλά την ίδια στιγμή, τα κράτη-μέλη έχουν μεγάλες προσδοκίες από τη Γερμανία να δείξει τον δρόμο, όπως εμφανίζει μία έρευνα του ECFR σε Ευρωπαίους φορείς χάραξης πολιτικής.

Το paper “Οδηγώντας από το κέντρο: Ο ρόλος της Γερμανίας στην Ευρώπη”, υποστηρίζει ότι τόσο το Βερολίνο όσο και οι εταίροι του πρέπει να αποφασίσουν πως θα διαχειριστούν την ισχύ της Γερμανίας, καθώς δεν πρόκειται να φύγει κάποια στιγμή σύντομα. Η προσπάθεια να αντισταθμιστεί το βάρος της Γερμανίας, θα οδηγήσει απλώς σε αδιέξοδο και στασιμότητα στην ΕΕ.

Αντί αυτού, αυτό που χρειάζεται είναι προσπάθειες για την ανοικοδόμηση ενός πολιτικού κέντρου, με χώρες πρόθυμες να πιέσουν από κοινού για την εξεύρεση ευρωπαϊκών λύσεων. Άλλες χώρες της ΕΕ θα πρέπει να συντονιστούν πιο στενά με την Γερμανία, για να διαμορφώσουν και να επηρεάσουν τους στόχους της. Το Βερολίνο είναι δεσμευμένο να ηγηθεί, μέσω συναίνεσης, και έχει απορρίψει την έκκληση της Ουάσιγκτον να εμφανιστεί ως ένας “καλοήθης” ηγεμόνας για την ήπειρο.

Εάν το Βερολίνο θέλει αυτόν τον ρόλο ή όχι, οι πόλεμοι στις πύλες της Ευρώπης σημαίνουν ότι δεν είναι πλέον αρκετό για να απαντήσει στα οικονομικά και νομικά ζητήματα. Χρειάζεται δράση στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας. Και οι ηγέτες της Γερμανίας δεν μπορούν πλέον να απομονωθούν από τις διεθνείς σχέσεις –η προσφυγική κρίση έχει καταστήσει τις διεθνείς σχέσεις ένα εσωτερικό πρόβλημα που κερδίζει και χάνει εκλογικές μάχες.

Η Γερμανία πρέπει να είναι προσεκτική να μην δράσει μόνη. Η αποτυχία των άλλων κρατών-μελών να υποστηρίξουν τη Γερμανία στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης, οφειλόταν σε δυσαρέσκεια για την γερμανική κυριαρχία στη διάρκεια της κρίσης του ευρώ. Σε καμία στιγμή από την πτώση του τείχους του Βερολίνου η Γερμανία δεν έχει υπάρξει τόσο απομονωμένη όσο ήταν την άνοιξη του 2016. Αντιμετωπίζοντας εσωτερική οργή για το “πρόσφυγες καλωσορίσατε” και με τους Ευρωπαίους εταίρους της να την έχουν εγκαταλείψει, η Angela Merkel έριξε το βάρος της στην συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, για την συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών.

Αλλά εάν αποτύχει η συμφωνία με την Τουρκία, για οποιονδήποτε λόγο, θα κατηγορηθεί η Merkel. Το Βερολίνο θα πρέπει να αντιμετωπίσει την κριτική που χρησιμοποίησε η Γερμανία στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα για να ασκήσει τα εθνικά της συμφέροντα, υπονομεύοντας την αξίωσή της να εκπροσωπεί τα συμφέροντα της ΕΕ στο σύνολό της.

Εάν η Γερμανία θέλει να είναι ένας επιτυχημένος ηγέτης στην ΕΕ, μια καλύτερη μέθοδος για την οικοδόμηση συμμαχιών θα είναι ζωτικής σημασίας –μία που να λαμβάνει υπόψη την εγχώρια κατάσταση στις χώρες της ΕΕ. Η Βρετανία έχει ήδη αναπτύξει μια πιο ρεαλιστική κατανόηση του τι σημαίνει να εργάζεσαι από κοινού για το ευρύτερο ευρωπαϊκό καλό –που δεν πρέπει πάντα να οδηγεί σε βαθύτερη ενοποίηση ή θεσμική αλλαγή. Το Βερολίνο θα πρέπει να συνεχίσει να επενδύει στη σχέση του με την Γαλλία, και να κάνει μια νέα αρχή με μικρότερα, εύπορα κράτη-μέλη όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο και τις σκανδιναβικές χώρες.

Οι συγγραφείς Josef Janning και Almut Moller δήλωσαν:
“Την τελευταία δεκαετία, η Γερμανία έχει αναλάβει τον φυσικό ηγετικό της ρόλο στα οικονομικά και νομισματικά ζητήματα της ΕΕ. Αυτό έχει φέρει το “γερμανικό ζήτημα” -πώς η υπόλοιπη Ευρώπη θα πρέπει να διαχειριστεί την γερμανική ισχύ- πίσω στο κέντρο του ευρωπαϊκού project. Πιο πρόσφατα, το Βερολίνο έχει επίσης αναλάβει έναν ευρύτερο ρόλο στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, ωθούμενο από μια σειρά κρίσεων για να συνηγορήσει υπέρ μιας κοινής ευρωπαϊκής απάντησης στην σύγκρουση στην Ουκρανία, την έκρηξη της κρίσης του ευρώ στην Ελλάδα και την προσφυγική κρίση.
Η Merkel δεν έχει καμία όρεξη για μονομερή ηγεσία, ούτε θα έχουν οι διάδοχοί της. Οτιδήποτε φαίνεται να είναι ηγεμονικό, ακόμη κι αν μπορεί να ονομαστεί “απρόθυμο” ή “αγαθό”, απωθεί την γερμανική πολιτική τάξη. Περισσότερο από άλλους μεγάλους παράγοντες, οι Γερμανοί ηγέτες αισθάνονται την ανάγκη να δράσουν μέσα σε συναίνεση. Θέλουν εταίρους συνασπισμού που μοιράζονται τις προτιμήσεις τους, τα βάρη και τις ευθύνες τους.
Η Γερμανία έχει παραδοσιακά τοποθετήσει την πίστη της στην ικανότητα των θεσμικών οργάνων να περιορίσουν την γερμανική δύναμη, τόσο για δικό τους όφελος όσο και για όφελος της ΕΕ στο σύνολό της-το Βερολίνο γνωρίζει ότι η δύναμή του προκαλεί καχυποψία και δυσαρέσκεια στους γείτονές της. Κατά ειρωνικό τρόπο, η χώρα έχει γίνει μία από τις δυνάμεις που υπονομεύουν τις αρχικές δομές της ΕΕ με την όλο και μεγαλύτερη χρήση της βαρύτητάς της για να ασκεί βέτο σε αποφάσεις, και μερικές φορές ενεργεί μονομερώς. Η γερμανική κυβέρνηση παραμένει δεσμευμένη στην ΕΕ ως μια ομπρέλα κάτω από την οποία οι ευρωπαϊκές χώρες συνεργάζονται για να ενισχύσουν την ασφάλεια και την ευημερία. Αλλά ακόμη και στη Γερμανία, αυτό το επιχείρημα ήταν πιο δύσκολο τον τελευταίο καιρό”.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.ecfr.eu/publications/summary/leading_from_the_centre_germanys_role_in_europe_7073?utm_content=buffer4fb7a&utm_medium=social&utm_source=twitter.com&utm_campaign=buffer